
– Ανακοίνωση της ΕΔΕ για το νέο νομοσχέδιο
Νέο «αλαλούμ» αναμένεται στη Δικαιοσύνη, εάν περάσει το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, το οποίο αφορά τα κωλύματα εντοπιότητας δικαστικού λειτουργού, που υπηρετεί σε περιοχή, όπου είναι διορισμένος ως δικηγόρος σύζυγος ή πρόσωπο, με το οποίο έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης ή συγγενής του μέχρι δεύτερου βαθμού, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, όσο διαρκεί ο γάμος ή το σύμφωνο συμβίωσης.
Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων δηλώνει αντίθετη στους περιορισμούς και τις αλλαγές, που φέρνει το νέο νομοσχέδιο, ενώ σε κείμενο επιστημονικών παρατηρήσεων της, τονίζει μεταξύ άλλων ότι, «… έχει επανειλημμένα εκφράσει με τις από 24.02.2025 και από 07.04.2025 επιστολές της προς τον Υπουργό και Υφυπουργό της Δικαιοσύνης την σαφή αντίθεσή της στο ενδεχόμενο διεύρυνσης του κωλύματος εντοπιότητας για δικαστικούς λειτουργούς με σύζυγο ή συγγενή δικηγόρο σε επίπεδο εφετειακής περιφέρειας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση έλαβε τη μερίδα του λέοντος σε αρνητικά σχόλια κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης. Η αντικειμενικότητα και η αμεροληψία των δικαστικών λειτουργών δεν επηρεάζεται, ούτε ετεροκαθορίζεται από την επαγγελματική ιδιότητα των συγγενών τους, ενώ η εικόνα της Δικαιοσύνης, προστατεύεται κατάλληλα μόνο με την ad hoc αντιμετώπιση περιστατικών που εν δυνάμει θα μπορούσαν να την πλήξουν και όχι με οριζόντιες διατάξεις γενικής πρόληψης, που εξασφαλίζουν την υπηρεσιακή δυσκαμψία και την καχυποψία των πολιτών για φωτογραφική νομοθέτηση».
Διαβάστε την ανακοίνωση της ΕΔΕ:
«Παρατηρήσεις Ε.Δ.Ε στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο:
“Παρεμβάσεις στο νομοθετικό πλαίσιο της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και στον Κώδικα Συμβολαιογράφων και λοιπές διατάξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης”.
Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων δηλώνει και πάλι το παρόν ενεργά στον επιστημονικό διάλογο κατά τη διαδικασία θέσπισης σημαντικών νομοθετικών αλλαγών και καταθέτει τις παρατηρήσεις της στο νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης που βρίσκεται ήδη σε δημόσια διαβούλευση.
Παρακάτω εκτίθενται αναλυτικά επιχειρήματα ιδίως ως προς την ευθεία αντίθεσή μας στην επιλογή της επέκτασης του κωλύματος του άρθρου 49παρ.6 ΚΟΔΚΔΛ στην εφετειακή περιφέρεια, τις επιπτώσεις των σχεδιαζόμενων αλλαγών στην διαδικασία ένταξης στη γενική επετηρίδα, τις τροποποιήσεις στη διαδικασία επιλογής της φυσικής ηγεσίας, της θέσπισης προσφυγής κατά διάταξης ανακριτή και στις διατάξεις που αφορούν τις αλλαγές στα κριτήρια επιλογής εκπαιδευτικού προσωπικού της ΕΣΔΙ.
Ι) Άρθρο 34: Τροποποίηση του άρθρου 49παρ.6 ΚΟΔΚΔΛ περί κωλύματος εντοπιότητας δικαστικών λειτουργών.
Προτεινόμενη διάταξη:
«6. Δεν επιτρέπεται η υπηρεσία δικαστικού λειτουργού σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία πρωτοδικών, εφετείο ή εισαγγελία εφετών, εφόσον είναι διορισμένος ως δικηγόρος σύζυγος ή πρόσωπο, με το οποίο έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης ή συγγενής του μέχρι δεύτερου βαθμού, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, όσο διαρκεί ο γάμος ή το σύμφωνο συμβίωσης, σε δικηγορικό σύλλογο, που υπάγεται στην αντίστοιχη εφετειακή περιφέρεια.
Το κώλυμα του προηγούμενου εδαφίου δεν ισχύει για τους δικαστικούς λειτουργούς του πρωτοδικείου, της εισαγγελίας πρωτοδικών, του εφετείου και της εισαγγελίας εφετών, που υπηρετούν στα δικαστήρια της έδρας των εφετείων Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης, Πάτρας και Λάρισας. Δεν επιτρέπεται η υπηρεσία δικαστικού λειτουργού σε πρωτοδικεία ή εισαγγελίες πρωτοδικών των λοιπών πόλεων, πλην της έδρας των ως άνω εφετείων, στους δικηγορικούς συλλόγους των οποίων είναι διορισμένοι ως δικηγόροι πρόσωπα, που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο».
Η Ένωσή μας έχει επανειλημμένα εκφράσει με τις από 24.02.2025 και από 07.04.2025 επιστολές της προς τον Υπουργό και Υφυπουργό της Δικαιοσύνης την σαφή αντίθεσή της στο ενδεχόμενο διεύρυνσης του κωλύματος εντοπιότητας για δικαστικούς λειτουργούς με σύζυγο ή συγγενή δικηγόρο σε επίπεδο εφετειακής περιφέρειας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση έλαβε τη μερίδα του λέοντος σε αρνητικά σχόλια κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης. Η αντικειμενικότητα και η αμεροληψία των δικαστικών λειτουργών δεν επηρεάζεται, ούτε ετεροκαθορίζεται από την επαγγελματική ιδιότητα των συγγενών τους, ενώ η εικόνα της Δικαιοσύνης, προστατεύεται κατάλληλα μόνο με την ad hoc αντιμετώπιση περιστατικών που εν δυνάμει θα μπορούσαν να την πλήξουν και όχι με οριζόντιες διατάξεις γενικής πρόληψης, που εξασφαλίζουν την υπηρεσιακή δυσκαμψία και την καχυποψία των πολιτών για φωτογραφική νομοθέτηση.
Η εισαγόμενη διάταξη, φαίνεται ότι επιχειρεί σε τρία στάδια να διαμορφώσει ένα νέο σύστημα διευρυμένων κωλυμάτων εντοπιότητας για τους δικαστικούς λειτουργούς που έχουν σύζυγο ή πρόσωπο, με το οποίο έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης ή συγγενή τους μέχρι δεύτερου βαθμού, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, όσο διαρκεί ο γάμος ή το σύμφωνο συμβίωσης διορισμένο σε δικηγορικό σύλλογο, που υπάγεται στην αντίστοιχη εφετειακή περιφέρεια. Θεωρούμε, όμως, ότι με τη μορφή που έχει, τόσο από ουσιαστική άποψη, αλλά και από νομοτεχνική, γεννά προβλήματα, αλλά και σημαντικές ασάφειες που πρέπει να διευκρινιστούν περαιτέρω.
Σύμφωνα με την κατά τη γνώμη μας ορθότερη ερμηνεία της εισαγόμενης διάταξης:
- Με το πρώτο εδάφιο εισάγεται αρχικά κανόνας περί απαγόρευσης υπηρεσίας δικαστικού λειτουργού σε όλα τα δικαστήρια της εφετειακής περιφέρειας στα οποία υφίσταται σύζυγος/συγγενής δικηγόρος.
- Με το δεύτερο εδάφιο εισάγεται ρητή εξαίρεση που αφορά τους δικαστικούς λειτουργούς που υπηρετούν στα δικαστήρια Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Πειραιά, Πάτρας και Λάρισας.
- Με το τελευταίο εδάφιο – το οποίο χρήζει νομοτεχνικής βελτίωσης προς την κατεύθυνση της αποσαφήνισης – εισάγεται εξαίρεση της εξαίρεσης, ειδικά για τις πόλεις των εφετειακών περιφερειών Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Πειραιώς, Πατρών και Λάρισας, ώστε για αυτές τις πόλεις (Κατερίνη, Γιαννιτσά, Βέροια, Έδεσσα, Κιλκίς, Σέρρες, Πύργος, Ζάκυνθος, Κεφαλλονιά, Βόλος, Τρίκαλα και Καρδίτσα) το κώλυμα να περιορίζεται αποκλειστικά στις πόλεις στις οποίες είναι διορισμένος ο σύζυγος/συγγενής δικηγόρος και όχι σε όλη την εφετειακή περιφέρεια, όπως δηλαδή ισχύει έως σήμερα.
Σημειώνεται ότι παρά την νομοτεχνικά μη κρυστάλλινη διατύπωση και την παντελή απουσία διευκρινίσεων από την Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης, οδηγούμαστε σε αυτό το συμπέρασμα καθώς σε αντίθετη περίπτωση, δεν υφίσταται άλλο κανονιστικό πεδίο για το τελευταίο εδάφιο της διάταξης και θα αποτελούσε απλή επανάληψη του πρώτου εδαφίου. Ακολουθούν παραδείγματα προκειμένου να καταδειχθούν οι συνέπειες της ρύθμισης.
Παραδείγματα (υπό τα ως άνω δεδομένα):
1. Δικαστικός λειτουργός που έχει σύζυγο ή συγγενή δικηγόρο Αλεξανδρούπολης, θα αποκλείεται στο εξής από τα πρωτοδικεία Καβάλας, Δράμας, Ξάνθης, Κομοτηνής και Ορεστιάδας.
2. Δικαστικός λειτουργός που έχει σύζυγο ή συγγενή δικηγόρο στα Γρεβενά, θα αποκλείεται από τα πρωτοδικεία Κοζάνης, Φλώρινας και Καστοριάς.
3. Δικαστικός λειτουργός που έχει σύζυγο ή συγγενή δικηγόρο στη Σάμο, θα αποκλείεται από τα πρωτοδικεία Σύρου και Νάξου.
Αντίθετα:
1. Δικαστικός λειτουργός που έχει σύζυγο ή συγγενή δικηγόρο Κιλκίς δεν θα αποκλείεται από τα δικαστήρια Θεσσαλονίκης, Έδεσσας, Γιαννιτσών, Κατερίνης, Βέροιας, Χαλκιδικής και Σερρών, αλλά θα αποκλείεται μόνο από το Πρωτοδικείο Κιλκίς, ως ίσχυε και μέχρι σήμερα.
2. Δικαστικός λειτουργός που έχει σύζυγο ή συγγενή δικηγόρο Τρικάλων δεν θα αποκλείεται από τα δικαστήρια Λάρισας, Βόλου ή Καρδίτσας.
3. Δικαστικός λειτουργός που έχει σύζυγο ή συγγενή δικηγόρο Πύργου δεν θα αποκλείεται από τα δικαστήρια Πάτρας, Ζακύνθου ή Κεφαλλονιάς. Αντίφαση γεννάται από το ότι σύμφωνα με τον πρόσφατο νομοθετικό περιορισμό του άρθρου 49παρ.6, θα καταφάσκεται το συγκεκριμένο κώλυμα σε πολύ μεγαλύτερες πληθυσμιακά πόλεις π.χ. το Ηράκλειο (179.302 κάτοικοι) τα Ιωάννινα (113.978 κάτοικοι) και τα Χανιά (111.375 κάτοικοι), αλλά δεν θα καταφάσκεται σε πληθυσμιακά πολύ μικρότερες όπως στην Έδεσσα (26.407 κάτοικοι), τα Γιαννιτσά (32.593 κάτοικοι), τον Πολύγυρο (22.048 κάτοικοι), τα Τρίκαλα (78.605 κάτοικοι), την Καρδίτσα (55.979 κάτοικοι), τον Πύργο (45.365 μόνιμοι κάτοικοι), την Κεφαλλονιά (37.736 κάτοικοι) κλπ..
2η ερμηνευτική εκδοχή:
Στην αδόκητη περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτή διαφορετική ερμηνεία κατά την οποία το τρίτο εδάφιο δεν εισάγει εξαίρεση της εξαίρεσης αλλά μόνο επανάληψη του πρώτου εδαφίου, καταρχήν γεννάται αντίφαση σε σχέση με τον θεσπιζόμενο κανόνα, εφόσον για την κατάφαση του κωλύματος εκτιμώνται όλα τα δικαστήρια της εφετειακής περιφέρειας, αλλά για την κατάφαση της εξαίρεσης εκτιμώνται μόνο τα δικαστήρια της αντίστοιχης πόλης. Έτσι, όμως, δημιουργούνται κωλύματα δύο ταχυτήτων, μη σχετιζόμενα με το κεντρικό πληθυσμιακό στοιχείο. Σε μια τέτοια περίπτωση θα ισχύσουν τα εξής όλως αντιφατικά:
Παραδείγματα υπό την 2η εκδοχή:
1. Δικαστικός λειτουργός που έχει σύζυγο ή συγγενή δικηγόρο στην πόλη της Θεσσαλονίκης ενδέχεται να αποκλείεται από τα δικαστήρια όλων των πόλεων που υπάγονται στο Εφετείο Θεσσαλονίκης πλην της ίδιας της Θεσσαλονίκης (που υφίσταται η εξαίρεση), ήτοι να μπορεί να υπηρετεί στη Θεσσαλονίκη, αλλά όχι στα πρωτοδικεία/εισαγγελίες Κατερίνης, Βέροιας, Έδεσσας, Γιαννιτσών, Κιλκίς, Σερρών και Χαλκιδικής!
2. Το κώλυμα καταφάσκεται για τον δικαστή της Καβάλας, αν έχει συγγενή δικηγόρο στην Αλεξανδρούπολη ή την Ορεστιάδα, αλλά δεν καταφάσκεται για τον δικαστή της Λάρισας, που έχει δικηγόρο συγγενή στα Τρίκαλα ή για το δικαστή της Πάτρας, που έχει σύζυγο/συγγενή δικηγόρο στον Πύργο ή για το δικαστή της Θεσσαλονίκης, που έχει δικηγόρο σύζυγο/συγγενή στις Σέρρες.
Επιπλέον, πρόσθετη συνέπεια είναι ότι σε περίπτωση που θα καθίσταται αναγκαία η αναπλήρωση δικαστικού λειτουργού δικαστηρίου της ίδιας εφετειακής περιφέρειας, αυτό θα είναι αδύνατο για τον δικαστικό λειτουργό που έχει σύζυγο/συγγενή δικηγόρο. Πχ. δικαστής που υπηρετεί στη Θεσσαλονίκη, ενδέχεται να μη μπορεί νααναπληρώσει συ νάδελφο που υπηρετεί στα πρωτοδικεία/εισαγγελίες Κατερίνης, Βέροιας, Έδεσσας, Γιαννιτσών, Κιλκίς, Σερρών και Χαλκιδικής.
Η ΕΔΕ είχε επισημάνει εξαρχής τα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις της επιλογής να ισχύσει το ως άνω κώλυμα σε επίπεδο εφετειακής περιφέρειας.
Θεωρούμε σημαντικό βέβαια ότι μετά τις επισημάνσεις της Ένωσής μας για τα ανυπέρβλητα προβλήματα που θα δημιουργούσε τυχόν επέκταση της εκδοχής αυτής και στις άλλες περιπτώσεις κωλυμάτων του άρθρου 49, η αλλαγή περιορίστηκε στην παράγραφο 6. Πλην όμως μέχρι σήμερα δεν έχει εξηγηθεί η αιτία της πρωτοφανούς διεύρυνσης του κωλύματος αυτού που θα φέρει τεράστια υπηρεσιακή αναστάτωση και οικονομική αφαίμαξη των συναδέλφων που υπηρετούν στις μη εξαιρούμενες εφετειακές περιφέρειες.
Όλα δε τα παραπάνω κρίνονται πλήρως αναποτελεσματικά ακόμα και αν στόχος ήταν ο αποκλεισμός συνύπαρξης δικαστών και δικηγόρων συζύγων ή συγγενών στον ίδιο σχηματισμό, αφού η απελευθέρωση του δικηγορικού επαγγέλματος (αρχικά δυνάμει του άρθρου 5 παρ. 2 του Ν. 3919/2011 και ήδη δυνάμει του άρθρου 28 του ν.4194/2013), παρέχει εκ του νόμου τη δυνατότητα στους δικηγόρους να ασκούν χωρίς περιορισμούς το επάγγελμά τους παντού ανά την ελληνική Επικράτεια, ήτοι να παρίστανται στα δικαστήρια που υπηρετούν σύζυγοι ή συγγενείς τους, όπου κι αν είναι αυτά.
Σημειώνεται ότι, η σχεδιαζόμενη τροποποίηση περιορίζει κατά πολύ τις επιλογές του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, ως προς την τοποθέτηση/μετάθεση/απόσπαση των δικαστικών λειτουργών που θα στελεχώσουν τις δικαστικές υπηρεσίες, αγγίζοντας τα όρια παραβίασης της αρχής του «φυσικού δικαστή» καθώς κατά τον παρόντα χρόνο ήδη έχουν λάβει χώρα οι αιτήσεις τοποθέτησης – μετάθεσης των δικαστικών λειτουργών για το έτος 2025, ως εκ τούτου νέες ρυθμίσεις που μπορούν να επηρεάσουν εκκρεμείς αιτήσεις, δημιουργώντας για τους αιτούντες πρόσθετους αποκλεισμούς, δύνανται να θεωρηθούν φωτογραφικές και ως εκ τούτου αντίθετες με το Σύνταγμα, που προϋποθέτει ο κάθε νόμος να είναι γενικός και να αφορά ακαθόριστο με βάση τα γενικά τους χαρακτηριστικά αριθμό προσώπων.
Τέλος, η πρόβλεψη των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 34, ήτοι ότι η τροποποίηση του άρθρου 49παρ.6 θα ισχύσει από την 16η Σεπτεμβρίου 2025 και ότι οι μέχρι τότε πράξεις των δικαστικών λειτουργών που εμπίπτουν στο ως άνω κώλυμα θεωρούνται έγκυρες είναι ορθή. Θα πρέπει όμως ταυτόχρονα να προβλεφθεί ειδικά ότι ενόψει της νομοθετικής αλλαγής καθίσταται αναγκαία η έναρξη διαδικασίας νέας υποβολής αιτήσεων ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου που θα συνεδριάσει τους μήνες Μάιο και Ιούνιο του τρέχοντος έτους, καθώς στην περίπτωση που νομοθετηθεί η διεύρυνση του κωλύματος εντοπιότητας, θα συμπεριλάβει πολύ μεγάλο αριθμό συναδέλφων τα οποία μέχρι σήμερα δεν ενέπιπταν στο κώλυμα επομένως δεν μπορούσαν να το συνεκτιμήσουν κατά την αίτηση τοποθέτησης/μετάθεσης, όπως και κατά τη δήλωση κωλυμάτων.
ΙΙ) Άρθρο 36 Ένταξη πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας στη γενική – άρθρο 90παρ.4 και 5 ΚΟΔΚΔΛ- Όχι μετάθεση για τρία έτη- Δυνατότητα προσφυγής.
Προτεινόμενη διάταξη:
«4. Οι εντασσόμενοι στη γενική επετηρίδα των πρωτοδικών, κάθε φορά, τοποθετούνται μετά από τον τελευταίο πρωτοδίκη, με βάση τη σειρά που κατείχε ο καθένας εξ αυτών στην ειδική επετηρίδα κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης και καταλαμβάνουν τις οργανικές θέσεις των πρωτοδικών γενικής επετηρίδας των πρωτοδικείων στα οποία τοποθετούνται.
Κατά την ένταξή τους στη γενική επετηρίδα δεν μετατίθενται για μια τριετία χωρίς αίτησή τους.
5. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο μπορεί, με αιτιολογημένη απόφασή του, να απορρίψει την αίτηση της παρ. 2, αν κρίνει ότι ο αιτών δεν έχει τη δυνατότητα ένταξης στη γενική επετηρίδα. Ο δικαστικός λειτουργός του οποίου η αίτηση απορρίφθηκε έχει δικαίωμα προσφυγής στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των άρθρων 81 και 91».
Με την εισαγόμενη ρύθμιση της παραγράφου 4, προστίθεται ειδική πρόνοια για τους πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας που θα εντάσσονται κάθε έτος στην γενική επετηρίδα, ώστε την ένταξή τους μετά από απόφαση του ΑΔΣ να ακολουθεί η υποχρεωτική παραμονή τους στο δικαστήριο στο οποίο τοποθετούνται για τουλάχιστον τρία (3) έτη. Ταυτόχρονα, στην παράγραφο 5, υλοποιείται εν μέρει το αίτημα της Ένωσής μας, ως προς τη θέσπιση δυνατότητας προσφυγής ενώπιον της Ολομέλειας του ΑΠ υπέρ των αιτούντων εισαγωγής στην γενική επετηρίδα, των οποίων οι αιτήσεις τυχόν απορριφθούν.
Εκκινώντας από τη δεύτερη προτεινόμενη αλλαγή, σημειώνεται ότι πρόκειται για διάταξη που κινείται στη σωστή κατεύθυνση, πλην χρήζει νομοτεχνικής βελτίωσης, ώστε να μην εξαρτάται ο παραδεκτός χαρακτήρας της προσφυγής από το αν έλαβε η αίτηση εισαγωγής στη γενική επετηρίδα τον αναγκαίο αριθμό ψήφων μειοψηφίας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 81παρ.8 ν.4938/2022 (ΚΟΔΚΔΛ). Ως εκ τούτου, επαναφέρουμε το αίτημα της κατάργησης όλων των προϋποθέσεων παραδεκτού των προσφυγών ενώπιον του ΑΔΣ, που σχετίζονται με πλαφόν μειοψηφίας για κάθε μετάθεση/απόσπαση/τοποθέτηση, όπως ακριβώς ισχύει για τις προαγωγές, ώστε να ισχύσει η δυνατότητα προσφυγής απρόσκοπτα και για την περίπτωση της τοποθέτησης στην γενική επετηρίδα, καθώς με τα σημερινά δεδομένα, η γενική αναφορά της διάταξης στα άρθρα 81 και 91 του ν.4938/2022 ως ισχύουν, δεν καθιστά σαφές το πλαίσιο λειτουργίας της άσκησης της προσφυγής αυτής.
Περαιτέρω, ως προς την προσθήκη στην παράγραφο 4 ότι αναφορικά με τους εντασσόμενους στη γενική επετηρίδα «Κατά την ένταξή τους στη γενική επετηρίδα δεν μετατίθενται για μια τριετία χωρίς αίτησή τους», πρέπει να σημειωθεί η αναντιστοιχία μεταξύ της ως άνω διάταξης και της επεξήγησης που περιλαμβάνεται στην Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης, η οποία ουδόλως περιγράφει την ως άνω διάταξη, όπως αποτυπώθηκε στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου, ώστε να καθίσταται αδύνατη αφενός η άντληση πληροφοριών για τον τρόπο εφαρμογής της και ανεδαφική η αξιοποίησή της ως ερμηνευτικό εργαλείο, δοθέντος του ότι τα όσα σε αυτή διαλαμβάνονται, ούτε καταγράφονται, ούτε υπονοούνται στο νόμο.
Ακολούθως, ενόψει του γεγονότος ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας υπηρετούν στα Πρωτοδικεία της Αττικής και της Θεσσαλονίκης, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι την επόμενη τριετία κανένας εντασσόμενος στη γενική επετηρίδα δεν αναμένεται να προαχθεί σε επόμενο βαθμό ελλείψει των σχετικών προϋποθέσεων που τάσσει ο νόμος, δημιουργείται απορία ως προς το εύρος ή τη σκοπιμότητα θέσπισης μιας τέτοιας ειδικής ρύθμισης για αμετάθετο επί τριετία, η αξία της οποίας ως κίνητρο είναι περιορισμένη.
Σημειώνεται ότι η παραπάνω διάταξη συνδυαστικά εφαρμοζόμενη με την διάταξη για τα κωλύματα εντοπιότητας, θα καταστήσει τη διαδικασία τοποθέτησης – ένταξης στη γενική επετηρίδα, σταυρόλεξο για ερμηνευτικά δυνατούς λύτες. Παρακάτω εκτίθενται βασικά ερωτήματα που θα γεννηθούν στην πράξη από τη σύγκρουση της διάταξης για αμετάθετο τριετίας, με το κώλυμα εντοπιότητας.
Παράδειγμα:
Πρωτοδίκης ειδικής επετηρίδας Δράμας, με σύζυγο δικηγόρο Αλεξανδρούπολης, που γίνεται δεκτό το αίτημά του για ένταξη στη γενική επετηρίδα. Τι ακολουθεί;
α) παραμένει στο Πρωτοδικείο Δράμας ως πρωτοδίκης γενικής επετηρίδας (περίπτωση που υπερισχύει το αμετάθετο);
β) εντάσσεται στη γενική επετηρίδα αλλά τοποθετείται σε άλλο πρωτοδικείο εκτός της εφετειακής περιφέρειας Θράκης, ήτοι εκτός των πρωτοδικείων Ορεστιάδας, Αλεξανδρούπολης, Ροδόπης, Ξάνθης και Καβάλας (περίπτωση που υπερισχύει το κώλυμα);
γ) εντάσσεται στη γενική επετηρίδα αλλά τοποθετείται σε επιλογή μετά την επιλογή του τελευταίου πρωτοδίκη της γενικής επετηρίδας κατά την 16.09.2025 (περίπτωση που υπερισχύει το πρώτο εδάφιο);
Τα παραπάνω χρήζουν άμεσης διευκρίνισης εντός του νόμου καθώς αναμένεται να προκαλέσουν σημαντικές δυσχέρειες και υπηρεσιακή ανασφάλεια σε μεγάλο αριθμό δικαστικών λειτουργών.
Νέο ερμηνευτικό πρόβλημα από τη διάταξη για προηγούμενη ακρόαση του ΑΔΣ.
Στο άρθρο 90παρ.2 ως ισχύει ορίζεται ότι «…Για την ένταξη στη γενική επετηρίδα και τον ακριβή αριθμό των εντασσόμενων πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας αποφαίνεται το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης με αιτιολογημένη απόφασή του, η οποία εκδίδεται μετά από ακρόαση των αιτούντων, λαμβάνοντας υπόψη τις εκθέσεις επιθεώρησης, το ήθος, την επιστημονική κατάρτιση, την ποιοτική και ποσοτική απόδοση της εργασίας και την επίδοση αυτών γενικά». Αντίθετα, στο άρθρο 8 ν.5108/2024, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του δυνάμει του αρθ.78 ν.5178/2025 (ΦΕΚ 10/29.01.2025) ορίζεται ότι, «Για την ένταξη στη γενική επετηρίδα και τον ακριβή αριθμό των εντασσόμενων αποφαίνεται το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης με αιτιολογημένη απόφασή του, η οποία εκδίδεται αφού ληφθούν υπόψη οι εκθέσεις επιθεώρησης, το ήθος, η επιστημονική κατάρτιση, η ποιοτική και ποσοτική απόδοση της εργασίας και η επίδοση αυτών γενικά».
Από το περιεχόμενο της διάταξης του προσφάτως τροποποιηθέντος άρθρου 8 ν.5108/2024, οπότε και αφαιρέθηκε η προϋπόθεση της προηγούμενης ακρόασης του ΑΔΣ για τους αιτούμενους ένταξη στην γενική επετηρίδα, προκύπτει αντίφαση με το περιεχόμενο του άρθρου 90παρ.2 του ΚΟΔΚΔΛ που εξακολουθεί να την περιλαμβάνει. Ως εκ τούτου, ενόψει της επικείμενης νομοθέτησης υπάρχει κίνδυνος η διάταξη του άρθρου 90παρ.2 να κληθεί σε εφαρμογή αντί της αναθεωρημένης του άρθρου 8 ν.5108/2024 και να θεωρηθεί ότι αναγεννάται η υποχρέωση προηγούμενης ακρόασης η οποία προσφάτως καταργήθηκε.
Ως εκ τούτου προτείνουμε την απαλοιφή της συγκεκριμένης πρόβλεψης και από το άρθρο 90παρ.2 ν.4938/2022, προκειμένου να μην ισχύσει η προηγούμενη ακρόαση από το ΑΔΣ καθώς αναμένεται να καθυστερήσει τη διαδικασία.
ΙΙΙ) Διαδικασία επιλογής ηγεσίας της Δικαιοσύνης: Νέα τροποποίηση του άρθρου 59παρ.3 ΚΟΔΚΔΛ
«…δ) Για τις προαγωγές στις θέσεις του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Προέδρου του Αρείου Πάγου, του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η επιλογή γίνεται μεταξύ των Αντιπροέδρων και των δέκα (10) αρχαιοτέρων μελών της Ολομέλειας του οικείου Δικαστηρίου που έχουν τα νόμιμα προσόντα κατά τις διατάξεις της παρούσας και δεν αφυπηρετούν κατά το έτος της προαγωγής. Για κάθε μία (1) θέση αφυπηρετούντος Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στον αριθμό των υποψηφίων προς επιλογή προστίθεται το επόμενο κατά σειρά αρχαιότητας μέλος της οικείας Ολομέλειας που έχει τα νόμιμα προσόντα και δεν αφυπηρετεί το έτος της προαγωγής. Για κάθε μία (1) θέση αφυπηρετούντος Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, στον αριθμό των υποψηφίων προς επιλογή προστίθενται τα τέσσερα (4) επόμενα κατά σειρά αρχαιότητας μέλη της οικείας Ολομέλειας που έχουν τα νόμιμα προσόντα και δεν αφυπηρετούν κατά το έτος της προαγωγής…»
Για πρώτη φορά φέτος δυνάμει του άρθρου 59παρ.3 του ΚΟΔΚΔΛ θα λάβει χώρα η γνωμοδοτική διαδικασία των Ολομελειών των Ανωτάτων Δικαστηρίων, προκειμένου να επιλεγεί Πρόεδρος και Εισαγγελέας του ΑΠ. Η διάταξη ως ισχύει – η οποία αποτελεί ένα πρώτο θετικό βήμα για την συμμετοχή του δικαστικού σώματος στην διαδικασία επιλογής της ηγεσίας του – τέθηκε σε ισχύ μόλις τον προηγούμενο Ιούλιο, με το άρθρο 27 Ν.5123/2024 (ΦΕΚ Α` 109/19.07.2024) και ακόμα δεν έχει εφαρμοσθεί. Ως εκ τούτου προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι τροποποιείται και πάλι λίγες εβδομάδες πριν τη λήψη της απόφασης από το Υπουργικό Συμβούλιο για την επιλογή της φυσικής ηγεσίας.
Θεωρούμε επί της αρχής την πρωτοβουλία άκαιρη και ικανή να επηρεάσει την εικόνα των πολιτών για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, εφόσον οι προϋποθέσεις εκλογιμότητας των δικαστικών λειτουργών που μετέχουν στη διαδικασία αλλάζουν χωρίς μεταβατική διάταξη, ενώ το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας των Ολομελειών διατηρεί απλά το γνωμοδοτικό του χαρακτήρα. Ως εκ τούτου είναι θεσμικά ορθό, όποια νομοθετική αλλαγή λάβει χώρα τώρα, να ισχύσει από την επόμενη διαδικασία επιλογής με σχετική μεταβατική διάταξη.
Επί της ουσίας:
Θεσμοθετούνται νέοι όροι εκλογιμότητας και επιλεξιμότητας των μελών της Ολομέλειας του ΑΠ και της Εισαγγελίας του ΑΠ για τις θέσεις του/της Προέδρου και του/της Εισαγγελέως αντίστοιχα. Σύμφωνα με αυτούς συνδυαστικά εκτιμώμενους με τα οριζόμενα στο άρθρο 89παρ.10, 11 και 12 του ΚΟΔΚΔΛ, δυνατότητα εκλογής π.χ. για τη θέση του/της Προέδρου του Αρείου Πάγου, έχουν όλοι οι αντιπρόεδροι του ΑΠ και από τους αρεοπαγίτες οι 10 αρχαιότεροι, ενώ για κάθε μία (1) θέση αφυπηρετούντος αντιπροέδρου του ΑΠ, στον αριθμό των υποψηφίων προς επιλογή προστίθενται τα τέσσερα (4) επόμενα κατά σειρά αρχαιότητας μέλη της οικείας Ολομέλειας που έχουν τα νόμιμα προσόντα και δεν αφυπηρετούν κατά το έτος της προαγωγής. Τα δε νόμιμα προσόντα έχουν κατά το άρθρο 89παρ.11 οι αρεοπαγίτες με τουλάχιστον δύο έτη υπηρεσίας στο βαθμό συμπληρωμένα την 1η Ιουλίου του έτους κένωσης της θέσης. Αντίστοιχες ρυθμίσεις προβλέπονται για τον/την Εισαγγελέα του ΑΠ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η διάταξη που με παρόμοιο τρόπο ρυθμίζει τη διαδικασία εκλογής των προέδρων του ΣτΕ και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως προς τον αριθμό των επιλέξιμων, αποκλίνει ουσιωδώς, αφού στην περίπτωση του ΣτΕ και του Ελεγκτικού Συνεδρίου για κάθε μία (1) θέση αφυπηρετούντος αντιπροέδρου του ΣτΕ και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στον αριθμό των υποψηφίων προς επιλογή προστίθεται ένα (1) μέλος της οικείας Ολομέλειας που έχει τα νόμιμα προσόντα και δεν αφυπηρετεί κατά το έτος της προαγωγής, ενώ για τις θέσεις Προέδρου και Εισαγγελέα ΑΠ, για κάθε αφυπηρετούντα αντιπρόεδρο αποκτούν εκλογιμότητα άλλοι 4 αρεοπαγίτες.
Επισημαίνεται ότι με βάση τον πίνακα αρχαιότητας των δικαστικών λειτουργών φέτος αφυπηρετούν λόγω συμπλήρωσης του ανώτατου ορίου ηλικίας οκτώ (8) εκ των συνολικά 11 αντιπροέδρων, ως εκ τούτου δυνάμει της νεοπαγούς ρύθμισης αυτής, πλην των 3 αντιπροέδρων και των 10 αρχαιοτέρων αρεοπαγιτών καθίστανται εκλόγιμοι και άρα επιλέξιμοι από το Υπουργικό Συμβούλιο και άλλοι 32 αρεοπαγίτες, εφόσον συμπληρώνουν δύο έτη υπηρεσίας στον βαθμό την 01.07.2025.
Θεωρούμε ότι η επιλογή της ηγεσίας μεταξύ τόσο μεγάλου αριθμού μελών της Ολομέλειας παρέχει τεχνικά υπερβολικά μεγάλη διακριτική ευχέρεια στο Υπουργικό Συμβούλιο που έτσι κι αλλιώς δεν δεσμεύεται από τη γνώμη της Ολομέλειας ως προς το πρόσωπο που θα επιλέξει για τη στελέχωση της θέσης του/της Προέδρου του Αρείου Πάγου.
Τέλος, επισημαίνεται ότι η επιλεξιμότητα αρεοπαγιτών που λόγω ηλικίας απέχουν από την συμπλήρωση του ορίου αφυπηρέτησης περισσότερο από 4 έτη (ήτοι όσων γεννήθηκαν μετά το 1962), που είναι και το συνταγματικό όριο της θητείας του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, δημιουργεί προβληματισμό ως προς τα μηνύματα που εκπέμπονται αναφορικά με το ζήτημα της αύξησης των ορίων αφυπηρέτησης στην επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση, καθώς η λήξη της τετραετούς θητείας εκάστου εξ αυτών, αν τυχόν επιλεγούν, θα προηγείται του χρόνου υποχρεωτικής αποχώρησης λόγω συμπλήρωσης του 67ου έτους της ηλικίας τους.
IV) Άρθρο 51 για προσθήκη νέας παρ. 4Α στο άρθρο 290 ΚΠΔ: Δικαίωμα προσφυγής του εισαγγελέα εφετών σε διάταξη ανακριτή για περιοριστικούς όρους.
Προτεινόμενη διάταξη: «4Α. Ειδικά όταν επιβάλλονται, με διάταξη του ανακριτή πλημμελειοδικών και με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα πρωτοδικών, στον κατηγορούμενο μετά την απολογία του, περιοριστικοί όροι, ο εισαγγελέας εφετών, αφού ζητήσει αντίγραφα της δικογραφίας και κρίνει πως με βάση τα στοιχεία της υπόθεσης, συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για να επιβληθεί στον κατηγορούμενο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση ή προσωρινή κράτηση, έχει δικαίωμα, εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την έκδοση της διάταξης, να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του συμβουλίου εφετών, το οποίο αποφασίζει εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών, για τη διατήρηση των όρων ή την αντικατάστασή τους με κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση ή προσωρινή κράτηση, διατάσσοντας ταυτόχρονα την έκδοση σε βάρος του κατηγορουμένου εντάλματος σύλληψης».
Πρόκειται για μια νομοθετική πρωτοβουλία που εκκινά από την πίεση συγκεκριμένης υπόθεσης που απασχόλησε τα μέσα ενημέρωσης. Αρχικά παρατηρείται ότι η νέα ρύθμιση εντάσσεται σε ένα άρθρο (290 ΚΠΔ) που ρυθμίζει διαφορετικό ζήτημα, εκείνο της άμυνας του κατηγορουμένου σε μέτρα δικονομικού καταναγκασμού που ελήφθησαν σε βάρος του, χωρίς μάλιστα να μεταβληθεί ούτε και ο τίτλος του άρθρου αυτού («προσφυγή του κρατουμένου»).
Η νέα ρύθμιση και η αναγνώριση στον εισαγγελέα εφετών δικαιώματος άσκησης προσφυγής κατά της διάταξης επιβολής περιοριστικών όρων επιχειρείται κατά την Αιτιολογική Έκθεση του νομοσχεδίου να θεμελιωθεί στην κατ’ άρθρο 32 ΚΠΔ ανώτατη εποπτεία του ανακριτικού έργου από τον εισαγγελέα εφετών. Η θεμελίωση αυτή είναι εσφαλμένη και βρίσκεται σε αναντιστοιχία με τον ρόλο του εισαγγελέα εφετών στην ανακριτική διαδικασία, παραβλέποντας ότι κατά την ρητή αναφορά της Αιτιολογικής Έκθεσης του νέου ΚΠΔ (Ν. 4620/2019) η παρέμβαση του εισαγγελέα εφετών στο ανακριτικό έργο «περιορίζεται σε γενικές κατευθύνσεις σχετικές με την οργάνωση του ανακριτικού έργου και τη λειτουργία του ανακριτικού γραφείου… οποιαδήποτε παρέμβαση του εισαγγελέα εφετών που αφορά σε συγκεκριμένη υπόθεση … βρίσκεται εκτός του πνεύματος της διάταξης του άρθρου 32…». Εκείνο που θα μπορούσε να νομιμοποιήσει τον εισαγγελέα εφετών στην άσκηση προσφυγής, κατά την προτεινόμενη διάταξη, είναι η ιδιαίτερη θέση στην ποινική διαδικασία του εισαγγελέα, ο οποίος, ενεργώντας ως εκπρόσωπος της πολιτείας και όχι ως διάδικος, συμβάλλει στην επίτευξη της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Μία τέτοια προσέγγιση του ζητήματος, όμως, θα έπρεπε να οδηγήσει σε αναγνώριση του δικαιώματος προσφυγής όχι μόνο όταν ζητείται η λήψη αυστηρότερου μέτρου δικονομικού καταναγκασμού, αλλά και όταν ο εισαγγελέας εφετών αμφισβητεί, υπέρ του κατηγορουμένου, την ορθότητα της έκδοσης διάταξης επιβολής περιοριστικών όρων ή του εντάλματος προσωρινής κράτησης, ζητώντας την άρση ή αντικατάστασή τους, ανεξάρτητα από το παράλληλο δικαίωμα του κατηγορουμένου να ασκήσει αντίστοιχη προσφυγή. Η προτεινόμενη διάταξη φανερώνει μία περαιτέρω αυστηροποίηση της ποινικής νομοθεσίας και πρόταξη της στέρησης της ελευθερίας, που τείνει να μετατραπεί σε κανόνα, συνεχίζοντας την επιλογή της σταδιακής επαναφοράς του θεσμού της προφυλάκισης
Παράλληλα, η νέα διάταξη θα προκαλέσει σειρά ερμηνευτικών προβλημάτων, αφού μεταβάλει, μόνο για την συγκεκριμένη περίπτωση, το καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστικό όργανο για τον έλεγχο των προϋποθέσεων επιβολής μέτρων δικονομικού καταναγκασμού. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της ανάκρισης αρμόδιο να επιλύσει τα σχετικά ζητήματα είναι το συμβούλιο πλημμελειοδικών, που αποφασίζει μετά από πρόταση του εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Η διάταξη του άρθρου 51 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου αναθέτει την έρευνα της (νεοεισαγόμενης) προσφυγής στο συμβούλιο εφετών. Τίθεται έτσι το ερώτημα αν θα είναι πλέον επιτρεπτή η κατ’ άρθρο 291 ΚΠΔ άρση ή αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης ή του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση από τον ανακριτή ή το συμβούλιο πλημμελειοδικών, με βάση νεότερα στοιχεία. Η απάντηση θα πρέπει να είναι αναμφίβολα καταφατική, ωστόσο θα πρέπει να ρυθμιστεί το ζήτημα με ρητή διάταξη. Πέρα, όμως, από το νομικό αυτό ζήτημα, αναρωτιέται κανείς πόσο πιθανό είναι στην πράξη ο ανακριτής ή το συμβούλιο εφετών να οδηγηθούν σε αντίθετη κρίση, ανατρέποντας την κρίση ανώτερου δικαστικού σχηματισμού. Τα (νομικά και πρακτικά) προβλήματα που σχετίζονται με την νέα αυτή διάταξη θα μπορούσαν να επιλυθούν (αν το Υπουργείο Δικαιοσύνης επιμείνει στην εισαγωγή της νέας αυτής ρύθμισης) με την αναγνώριση δικαιώματος του εισαγγελέα εφετών να παραγγείλει στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών την άσκηση προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών, ώστε να μην ανακύψει ζήτημα ανομοιογένειας των σχετικών διατάξεων του ΚΠΔ και να μην ακυρωθεί στην πράξη η άσκηση των δικαιωμάτων του άρθρου 291 ΚΠΔ.
V) Άρθρο 11: Διαδικασία επιλογής εκπαιδευτικού προσωπικού ΕΣΔΙ
Αλλαγή 1η: Κατάργηση της δυνατότητας να ανήκουν στο εκπαιδευτικό προσωπικό της ΕΣΔΙ πρωτοδίκες και αντεισαγγελείς που έχουν συμπληρώσει 7 έτη υπηρεσίας και αντικαθιστά με προέδρους πρωτοδικών και εισαγγελείς.
Προτεινόμενη διάταξη:
«…α) Εν ενεργεία δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό τουλάχιστον: αα) Εισηγητή του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο οποίος έχει συμπληρώσει τουλάχιστον δέκα (10) έτη παραμονής στον βαθμό, αβ) Προέδρου Πρωτοδικών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, αγ) Εισαγγελέα Πρωτοδικών..».
Με τη ρύθμιση αυτή ο νομοθέτης αλλάζει τα κριτήρια επιλογής του εκπαιδευτικού προσωπικού, αποκλείοντας πλήρως τους πρωτοδίκες και τους αντεισαγγελείς πρωτοδικών. Σε αντίθεση δε με την περίπτωση των αντίστοιχων βαθμών του ΣτΕ, του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή των Γενικών Επιτροπειών, όπου κριτήριο είναι η 10ετής εμπειρία στον βαθμό, ως προς την πολιτική – ποινική (και διοικητική δικαιοσύνη) δεν αρκεί η 10ετής εμπειρία του πρωτοδίκη ή αντεισαγγελέα, αλλά η προαγωγή του στο βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών ή Αντεισαγγελέα αντίστοιχα. Έτσι όμως η ΕΣΔΙ θα στερείται τη δυνατότητα να αξιοποιηθεί η σημαντική εμπειρία δικαστικών λειτουργών με περισσότερα από 10 έτη εμπειρίας στο βαθμό του πρωτοδίκη ή αντεισαγγελέα, ακόμα και σε αντικείμενα στα οποία η ενασχόληση αφορά αποκλειστικά εκείνους. Με τον τρόπο αφενός δημιουργούνται δύο μέτρα και δύο σταθμά του νομοθέτη στην αξιολόγηση των διδασκόντων και επιδεικνύεται έλλειψη εμπιστοσύνης προς την εκάστοτε Διοίκηση της ΕΣΔΙ ως προς την επιλογή του εκπαιδευτικού προσωπικού.
Αλλαγή 2η: Μείωση του συντελεστή βαρύτητας του συγγραφικού έργου (βιβλία ή μελέτες σχετικές με το αντικείμενο διδασκαλίας) και της ύπαρξης διδακτορικού ή μεταπτυχιακού διπλώματος σε 10% και 10% αντίστοιχα και καθιστά κύριο κριτήριο την «ειδική ενασχόληση με το αντικείμενο διδασκαλίας» σε ποσοστό 70%.
Προτεινόμενη διάταξη:
4. Τα κριτήρια για την επιλογή των διδασκόντων, τα οποία βαθμολογούνται με κλίμακα από μηδέν (0) έως δέκα (10), είναι τα εξής: α) Η ειδική ενασχόληση με το αντικείμενο της διδασκαλίας με συντελεστή βαρύτητας εβδομήντα τοις εκατό (70%). Εφόσον ο διδάσκων έχει ήδη διδάξει στη Σχολή, συνεκτιμώνται για τη βαθμολόγηση του κριτηρίου αυτού και οι αξιολογήσεις των σπουδαστών ως προς αυτόν, β) η συγγραφή βιβλίων ή μελετών σχετικών με το αντικείμενο της διδασκαλίας με συντελεστή βαρύτητας δέκα τοις εκατό (10%), γ) η συμμετοχή σε συνέδρια και ημερίδες ως εισηγητές σχετικά με το αντικείμενο της διδασκαλίας με συντελεστή βαρύτητας δέκα τοις εκατό (10%), δ) η ύπαρξη διδακτορικού ή μεταπτυχιακού τίτλου σχετικού με το αντικείμενο της διδασκαλίας με συντελεστή βαρύτητας δέκα τοις εκατό (10%).».
Με τη ρύθμιση αυτή ο νομοθέτης επιτυγχάνει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που διατείνεται στην Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης. Ειδικότερα, ενώ ισχυρίζεται ότι «αποσκοπεί στη διασφάλιση μιας πιο αντικειμενικής και τεκμηριωμένης διαδικασίας αξιολόγησης των υποψηφίων», στη συνέχεια αποδυναμώνει πλήρως την αξία των πλέον αντικειμενικά αξιολογήσιμων δεδομένων ήτοι την ύπαρξη συγγραφικού έργου και εκπόνησης επιστημονικών μελετών σχετιζόμενων με το αντικείμενο ή την ύπαρξη διδακτορικού ή μεταπτυχιακού τίτλου σχετικών με το αντικείμενο, τα οποία πλέον θα έχουν συντελεστή 10%, ενισχύοντας αντίστοιχα με ποσόστωση 70% το πιο γενικόλογο κριτήριο, ήτοι αυτό της «ειδικής ενασχόλησης με το αντικείμενο της διδασκαλίας».
Η ρύθμιση αυτή, πέραν του φωτογραφικού χαρακτήρα που τη διέπει, έχει ταυτόχρονα ουσιαστικές και σημειολογικές επιπτώσεις. Ουσιαστικές, καθώς δεν υπάρχει πιο ασφαλής τρόπος αξιολόγησης «της ειδικής ενασχόλησης με το αντικείμενο» από την ύπαρξη συγγραφικού έργου και διδακτορικού τίτλου και σημειολογικές καθώς απαξιώνει την συμβολή της επιστημονικής κοινότητας εντός και εκτός των τειχών της Δικαιοσύνης στην εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών, στην κατεύθυνση δημιουργίας εκπαιδευτικού αναχωρητισμού του δικαστικού Σώματος.
Προτείνουμε αμφότερα τα εδάφια να παραμείνουν με το σημερινό τους περιεχόμενο.
VΙ) Άρθρο 33: «Κατάργηση στο άρθρο 17παρ.5 ΚΟΔΚΔΛ της πρόβλεψης ότι «Ο πρόεδρος δεν επιτρέπεται να μετατεθεί για οποιονδήποτε λόγο. Σε περίπτωση προαγωγής, παραμένει στη θέση του και ασκεί τα καθήκοντά του έως τη λήξη της θητείας του».
Με την παραπάνω διάταξη καταργείται η πρόβλεψη του άρθρου 17παρ.5 ότι ο προϊστάμενος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης στα πολιτικά και διοικητικά Εφετεία και Πρωτοδικεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά: α) όσο διαρκεί η διετής θητεία του δεν μπορεί να μετατεθεί για οποιονδήποτε λόγο, β) ακόμα και αν προαχθεί παραμένει στη θέση του μέχρι τη λήξη της διετούς θητείας.
Με την επιχειρούμενη αλλαγή στο εξής ο πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου, πλην της εκούσιας αίτησής του για μετάθεση, δύναται να μετατεθεί τόσο αν προαχθεί κατά τη διάρκεια της θητείας του όσο και αναγκαστικά (αυτεπαγγέλτως) υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 60παρ.3 και 4. Η επιλογή αυτή του νομοθέτη, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το εύρος των προσώπων που αφορά, ήτοι τις αιρετές διοικήσεις των 6 μεγαλύτερων δικαστικών σχηματισμών της επικράτειας, είναι ιδιαίτερα στενό, προκαλεί εντύπωση τόσο ως προς τη σκοπιμότητα, όσο και ως προς τις συνέπειες στην λειτουργία του αυτοδιοίκητου των δικαστηρίων αυτών. Ενδιαφέρον δε αποτελεί το γεγονός ότι ενώ ο Πρόεδρος του συμβουλίου καθίσταται έκθετος σε αναγκαστική μετακίνηση, δεν ισχύει το ίδιο για τα τακτικά μέλη του Συμβουλίου, τα οποία δεν μετατίθενται κατά τη διάρκεια της θητείας του (ούτε αυτεπαγγέλτως) παρά μόνο αν προαχθούν. Η διάταξη ελέγχεται τόσο για την ενδοσυστηματική της αντινομία, όσο και για την απόλυτη έλλειψη δικαιολογητικής βάσης, να πρέπει να μετατεθεί λόγω προαγωγής ή άλλης αιτίας ο Προϊστάμενος ενός τόσο μεγάλου δικαστικού σχηματισμού. Σημειώνεται ότι στην Ανάλυση συνεπειών ρύθμισης δεν αναφέρεται τίποτα σε σχέση με αυτή την αλλαγή και αναλύεται μόνο η αιτία της προσθήκης των τελευταίων εδαφίων που αφορούν το συντονισμό του χρόνου διεξαγωγής των αρχαιρεσιών σε περίπτωση εξόδου από την υπηρεσία οιοδήποτε μέλους (πρόεδρου ή τακτικού μέλους) του Συμβουλίου Διοίκησης.
Προτείνουμε η διάταξη να παραμείνει ως έχει και να μην απαλειφθούν τα εδάφια που αφορούν το αμετάθετο του προϊσταμένου προέδρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αγαπητοί αναγνώστες,
Εκτιμούμε ιδιαίτερα τις απόψεις και τις σκέψεις σας. Σας ενθαρρύνουμε να συμμετέχετε ενεργά στις συζητήσεις, με σχόλια που προάγουν την καλοπροαίρετη ανταλλαγή απόψεων.
Για τη διασφάλιση ενός πολιτισμένου και φιλικού περιβάλλοντος, παρακαλούμε να αποφύγετε σχόλια που περιέχουν:
Υβριστικό ή ρατσιστικό περιεχόμενο.
Προσωπικές επιθέσεις ή μειωτικούς χαρακτηρισμούς.
Περιεχόμενο που παραβιάζει τη δεοντολογία ή τους κανόνες ευγένειας.
Η συντακτική ομάδα διατηρεί το δικαίωμα να διαγράφει σχόλια που δεν συμμορφώνονται με τους παραπάνω κανόνες, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση.
Ευχαριστούμε για την κατανόηση και τη συνεργασία σας!
Aridaia-gegonota.blogspot.com