Το κείμενο είναι γραμμένο από τον επιστήθιο φίλο του Κούλη Ζαμπαθά «Ο Μενέλαος Λουντέμης και το Πορτραίτο μιας Εποχής»
«Σάν τον ρώτησα γιατί κλαίει χρονιάρα μέρα, μου’ πε σκουπίζοντας τα μάτια του, πως θυμήθηκε τους δικούς του και τη μητέρα του. Ήξερα τ' όνομα της μητέρας του, της κυρα-Δόμνας. Σαν μείναμε μονάχοι, μετά το φαΐ, μου 'πε την ιστορία του.
Γεννήθηκε στο 1906 στην Αγία Κυριακή, μια ώρα αλάργα με το λεωφορείο απ' τη Γιάλοβα, τη γνωστή λουτρόπολη, και δυόμισι ώρες με το βαποράκι απ' την Πόλη. Τούτο το μέρος βρισκόταν στη μικρασιατική ακτή, στ’ ακροθαλάσσι της, στην περιοχή της Νικομήδειας.
Οι πιότεροι Αγιο-Κυριακιώτες ήτανε καραβοκύρηδες και οι γυναίκες τούτου του τόπου φημίζονταν ως οι καλύτερες υφάντρες χαλιών με ξόμπλια περίπλοκα και σε εξαίσιους χρωματισμούς. Όξω από κείνους που ζούσαν από τη δούλεψη της θάλασσας, η Αγία Κυριακή είχε και πολλούς αγρότες, μιας κι ο τόπος είχε πλούσια και καρπερή γη. Οι Ρωμιοί σε τούτον τον τόπο ήτανε παλικαράδες και το 'λεγε η περδικούλα τους – σαν τους Ταταβλιανούς, καλή ώρα, της Πόλης. Ο πατέρας του, ο κυρ Γρηγόρης Βαλασιάδης ή Δαλνταρμάζης, στάθηκε στον τόπο του τσορμπαναγής.
Ήτανε άνθρωπος καλοπροαίρετος και γεμάτος αγαθοσύνη. Για να 'σαι προύχοντας στον τόπο σου, πάει να πει πως το πουγκί σου φυσάει. Και αληθινά, στο μέρος του ήτανε ο μεγαλύτερος χρηματίας. Η μητέρα του, η κύρια-Δόμνα, ήταν η πιο καλόβολη γυναίκα. Πονόψυχη και θεοφοβούμενη και με τον καλό λόγο στο στόμα. Τρεις αδερφάδες είχε ακόμα ο Δημητρός, που τη μικρότερη τη λάτρευε. Το σπιτικό τους ήτανε τρίπατο, με κατώγια και στάβλους, και τα χτήματά τους τσιφλίκια ολάκερα. Αλόγατα και γελάδια βόσκανε στα λιβάδια τους και οι μπόμπες του κρασιού στα κατώγια, κάτι θεόρατα κρασοβάρελα, ήτανε φίσκα ως τα μπούνια από λογιών-λογιών κρασί. Τίποτα δεν έλειπε από τούτο το σπιτικό. Ούτε τα παιδιά, ευλογία του Πανάγαθου, ούτε το βιος. Ο πατέρας του, ο κυρ Γρηγόρης, πολυσεβάμενος σε Ρωμιούς και σε Τούρκους, χαιρότανε τη φαμελιά του και το έχει του.
Μα ήρθανε τα δίσεχτα χρόνια. Ο σίφουνας του πρώτου ευρωπαϊκού πολέμου, στα 1914, κι έπειτα ο δικός μας, της Μικρασίας, με το τόσο μίσος στους Τουρκαλάδες και με το όνειρο όλων των Γραικών για μια καινούρια Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που στάθηκε η αφορμή για τον αφανισμό του ελληνισμού που χιλιάδες χρόνια ζούσε σε κείνα τα βλογημένα χώματα. Τούτο μας το όνειρο και τ’ άσβηστο μίσος μας στην Τουρκιά φέρανε το ξεπάτωμα της ρωμιοσύνης απ' τα χώματα των παππούδων της.
Πριν γενεί όμως τούτη η μεγάλη συμφορά στη Μικρασία, και σαν ο στόλος μας φουντάρισε στην Πόλη με τ' άλλα καράβια των συμμάχων το Νοέμβρη του 1918, έχοντας τον «Αβέρωφ» για ναυαρχίδα του, όνειρο απίστευτο για τους σκλαβωμένους, οι Ρωμιοί της Αγίας Κυριακής, παλικαράδες όπως ήτανε και θαρρώντας -όπως οι πιότεροι από μας- πως η Τουρκιά ξεπατώθηκε, μια και ο ίδιος ο Σουλτάνος παράτησε το παλάτι του Ντολμά Μπαξέ και πήγε στο μακρινό κι απόμερο Γιλδίζ, για να μην ακούει τον εθνικό μας ύμνο και να μην αντικρίζει τη σημαία που κυμάτιζε στο πρυμνιό άλμπουρο του «Αβέρωφ» και στο μέγαρο των συμμάχων στην προκυμαία του Γαλατά, ζωστήκανε που λες τούτοι οι παλικαράδες τις χατζάρες τους και μαντρίζοντας κάμποσους Τουρκαλάδες σ' ένα τουρκόσπιτο, τους βάλανε μπουρλότο και τους λαμπάδιασαν.
Μα η ρόδα γύριζε για το ρωμαίικο και η τύχη, που την κουμάνταραν τα συμφέροντα των μεγάλων αφεντάδων του κόσμου, δεν είχε πει το δικό της ακόμη. Έτσι, σαν πήρε το ρωμαίικο την κάτω βόλτα στη Μικρασία, οι Τουρκαλάδες πέρασαν με τη σειρά τους τούς χριστιανούς από φωτιά και τσεκούρι. Δεν αφήσανε τίποτα ορθό στην Αγία Κυριακή, με τους τόσους γκιαούρηδες. Οι Αγιο-Κυριακιώτες πήρανε τότες τα βουνά και σηκώσανε δικό τους μπαϊράκι. Σαν τους ᾽ρχότανε βολικά, κατέβαιναν στο χωριό, το μπλοκάρανε και βάζανε μπουρλότο στα τουρκόσπιτα, σφάζοντας όποιον λάχαινε να βρουν στο δρόμο τους. Για τούτο, αν περάσεις σήμερα από τούτο το μέρος, δεν βρίσκεις ούτε λιθάρι που να σου θυμίζει πως ’δώ πέρα βρισκόταν κάποτε η Αγία Κυριακή. Μονάχα στην Αντιγόνη της Πριγκηπόνησας, αν λάχει και περάσεις, θ' ανταμώσεις πολλές φαμίλιες αγιοκυριακιώτικες, για να θυμηθείς τα περασμένα του τόπου και να κλάψεις μαζί τους. Είναι όσοι απόμειναν από την ανταλλαγή, μια και δεν είχαν κατέβει ως πρόσφυγες στην Ελλάδα.
Μέσα σε κείνο το χαλασμό, ο κυρ Γρηγόρης, στα εξήντα δυο του χρόνια, παίρνει τη φαμίλια του όπως-όπως, τα μαλαματικά της κυρα-Δόμνας και όσο χρυσάφι βρισκόταν στο σεντούκι του κι αφήνει με βουρκωμένα μάτια τα πατρογονικά του. Σφουγγίζοντας τα δάκρυα απ' τα μάτια του, πριν φύγει κατέβηκε στο στάβλο, χάιδεψε τ’ αλόγατα και τα γελάδια του κι απέ τ' αμόλησε λεύτερα στα λιβάδια. Στερνά, πέρασε στο κατώι κι άνοιξε τις κάνουλες με το κρασί. Βιος, κόποι και πατρογονικά χώματα σβηστήκανε απ' τα μάτια του σε λίγες ώρες.
Πρόσφυγας πια, μαζί με μιλιούνια άλλους πρόσφυγες, βρέθηκε στη Ραιδεστό με τη φαμίλια του. Τρία θηλυκά και το αγόρι του, το Δημητρό του, δίχως καμιά τέχνη στο χέρι, καλομαθημένος και μ΄ εξήντα δύο χρόνια στην πλάτη. Μα για τον κυρ Γρηγόρη, ο Θεός ήταν μεγάλος και πολυεύσπλαχνος και θα ξανάφτιαχνε τη ζωή του και τη ζωή της φαμίλιας του. Σαν κουμαντάρισε λοιπόν τους δικούς του κάτω από στεγη, έχωσε το πουγκί του στην πιο βαθιά τσέπη του μαύρου σουρτούκου του και τράβηξε το σούρουπο για τα σαράφικα της πολιτείας.
Μα, αν ο Κύριος ήτανε μεγάλος και πολυεύσπλαχνος για τούτον τον άγιο άνθρωπο, οι άνθρωποι ήτανε μικροί, τιποτένιοι, άτιμοι και κλέφτες. Γιατί, για την τύχη του την κακιά και για το μαύρο ριζικό της φαμίλιας του, του κλέψανε το πουγκί του και δεν τ᾿ αφήσανε μονόλεφτο. Κόντεψε να τρελαθεί. Αναστατώθηκε από τις φωνές του το προσφυγολόι, μα τα λεφτά είχανε κάνει φτερά.
Σαν γύρισε σπίτι, άσπρος σαν το σουδάρι, η κυρα-Δόμνα δεν τον εγνώρισε. Ο Γρηγόρης της ήτανε γερασμένος κι αγνώριστος.
«Βρε καλέ μου, τι έχεις; Τι κακό βρήκε το σπίτι μας;»
Κείνος έπεσε στο κρεβάτι, του θανατά και με τα μάτια κόκκινα απ' το κλάμα. Πέρασαν μέρες και μέρες ώσπου να συνέρθει. Η ελπίδα δεν του απόλειψε. Πούλησε τα μαλαματικά της κυρα-Δόμνας σαν έγιανε κι άφησε τούτο το καταραμένο μέρος, τραβώντας με τη φαμίλια του για την παλιά Ελλάδα.
Έτσι, ένα πρωινό φτάσανε σ' ένα γελαζούμενο νησί, την Αίγινα. Βρίσκονταν κι άλλοι πρόσφυγες εκεί. Με την αγιότητα στην καρδιά τους ετούτοι οι νησιώτες, είχαν ανοίξει την αγκαλιά τους σ᾿ όλους τούτους τους κατατρεγμένους αδερφούς.
Μα ούτε εκεί στάθηκε τυχερότερος ο κυρ Γρηγόρης. Με μικρά παιδιά, φτωχός, χωρίς τέχνη και μπασμένος τόσο στα χρόνια, τι να 'κανε για να πορέψει το σπιτικό του;
Χτήματα για να φυτέψει φυστικιές, όπως κάνανε οι άλλοι πρόσφυγες αγοράζοντας ολάκερα κομμάτια γης, δεν είχε.
Άρχισε τότες να κουβαλάει τ' αγκωνάρια και να φορτώνει τα καΐκια στο μώλο.
Περάσανε δυο χρόνια γεμάτα. Τα παιδιά μεγαλώνανε. Τα έξοδα αβγατίζανε. Τότε ο Δημητρός του, τ’ αγόρι του, μπήκε για θελήματα σε ένα φαρμακείο της χώρας. Ήταν ένα παιδί χαρούμενο. Είχε πολύ όμορφη φωνή και πιότερη καλοσύνη. Ο κυρ Γρηγόρης το καμάρωνε. Λάτρευε τούτο το αγόρι του το μονάκριβο, με το ντελικάτο κορμάκι και τους πιο ντελικάτους αστραγάλους.
Μα η κακοτυχιά δεν άφηνε ν' ανθίσει στο πικραμένο χείλι του το χαμόγελο. Και μια μέρα, έπεσε άρρωστη βαριά μια θυγατέρα του. Ήταν η αδερφή π’ αγάπαγε πιότερο ο Δημητρός. Τη λέγανε Ζωή.
Τη φέρανε στην Αθήνα, στο πολιτικό νοσοκομείο, να τη γιατρέψουνε. Μα το κορίτσι όλο κι έπαιρνε το χειρότερο. Κι ένα σούρουπο, έσβησε για πάντα.
«Θυμήθηκα μια αδερφή που δε ζει από πολλά χρόνια. Μια αδερφή χλωμή, ωραία, αμίλητη, που ξεμοναχιαζότανε κι έτρωγε κάρβουνο. Που κάτι είχε και κανείς δεν ήξερε τι, που πέθανε από κάτι και κανείς δεν έμαθε από τι. Τη λέγανε Ζωή. Θα πάω να την βρω.
“Ζωή, Ζωούλα... θα της πω. “Είμ᾿ εγώ. Μ᾿ έδιωξαν κι εγώ ντράπηκα να κλάψω μπροστά τους κι ήρθα εδώ...”
Την είχανε θάψει στην Αίγινα». (Μεν. Λουντέμη, Καληνύχτα Ζωή)
Σαν έθαψε ο κυρ Γρηγόρης τούτη τη χλωμή κι όμορφη θυγατέρα του, πήρε των ομματιών τουκι έφυγε απ’ το νησί με τη φαμίλια του. Τράβηξε ψηλά πάλι, στα βορεινά της Ελλάδας, στην Έδεσσα. Μπορούσε ν’ άλλαξε η τύχη του κει πάνω. Ποιος ξέρει!
Μα η τύχη δεν έλεγε ν' αλλάξει. Τ' αγόρι του το μονάκριβο χτύπησε μια μέρα άσκημα στον αστράγαλο. Έμεινε στο κρεβάτι, φωνάξανε το γιατρό.
«Άσκημα πολύ το πόδι του», τους έκανε κείνος. «Χρειάζεται νοσοκομείο και εγχείρηση!»
Αλαφιαστήκανε όλοι και βάναν τα κλάματα. Τρέξανε στο νοσοκομείο.
«Αμάν γιατρέ, το παιδί μας, ο Δημητρός μας!» Χαροκαμένοι απ’ το κορίτσι τους, φτεροκόπαγε η καρδιά τους για τούτο το αγόρι.
Έμεινε μήνες στο νοσοκομείο ο Δημητρός. Η μια εγχείρηση ᾽πανωτή πάνω στην άλλη. Σαν έγιανε πια και πάτησε πόδι, για πρώτη φορά είδε με τρομάρα να κουτσαίνει αλαφριά. Έβαλε τα κλάματα. Ο κυρ Γρηγόρης τον αγκάλιασε και τον γέμισε φιλιά και χάδια.
«Σώπασε, αγόρι μου, σώπασε• δεν είναι τίποτα, θα περάσει».
Έτσι όπως τον είχε αγκαλιασμένο και τον φιλούσε, φούσκωνε το γέρικο στήθος του απ’ τα αναφιλητά. Τον πήρε αγκαλιά και σιγανά-σιγανά τον κατέβασε στο δρόμο. Από τότε, τ' αγόρι μαράζωσε – κι ας άρχισε να χαμογελάει για τη φαμίλια του κυρ Γρηγόρη η τύχη.
Την πρώτη του τη θυγατέρα ζήτησε να της βάνει στεφάνι ένας μικροαξιωματικός της χωροφυλακής, που την αγάπησε. Ο Δημητρός, σαν τ' άκουσε, γίνηκε θεριό μονάχο.
«Όχι, δεν θα τη δώσεις σ' αυτόν το σταυρωτή, πατέρα».
«Βρε αμάν γιε μου, βρε ζαμάν Δημητρό μου, κι είναι καλό παιδί. Φτωχοί άνθρωποι είμαστε, με δυο κορίτσια στην πλάτη. Να διώξουμε την τύχη του κοριτσιού μας;»
«Τίποτα, πατέρα. Ή εκείνον ή εμένα. Δεν τη δίνω την αδερφή μου σε χωροφύλακα!»
Ο γάμος έγινε χωρίς να λογαριαστεί ο Δημητρός. Ο Δημητρός δεν το ξέχασε ποτέ. Πήγαινε στο γυμνάσιο ακόμη. Δεν το 'χε τελειώσει. Ήτανε σκάνταλος, σωστό θεριό. Μια μέρα - για κάτι που 'κανε, για κάτι που είπε- τον αποβάλανε ολότελα. Αυτό ήταν. Τα παράτησε όλα σύξυλα κι έφυγε. Ούτε για τη μάνα του τον έγνοιαξε, ούτε και για το βασανισμένο τον κυρ Γρηγόρη. Έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω του, μια και δεν άφηνε τίποτ᾽ άλλο όξω από ένα χωροφύλακα, που’ χε στεφανωθεί την αδερφή του χωρίς αυτός να τον θέλει.
Για το Δημητρό το Βαλασιάδη άρχισε μια καινούρια ζωή.
Στα βιβλία που θα τυπώσει έπειτα από χρόνια, Ένα παιδί μετράει τ' άστρα και στο «Πάϊντος! Πάϊντος!» απ’ το βιβλίο Περιμένοντας το ουράνιο τόξο, μας μιλάει γι' αυτή τη ζωή του, όπως και στο Γλυκοχάραμα, μας μιλάει πάλι για τη ζωή του, ψηλά στα τσελιγκάτα της Χαλκιδικής και της Μακεδονίας, που έκανε και το δάσκαλο. Τα πρώτα κομμάτια που έγραφε και μου έδωσε να του φυλάξω σε χειρόγραφα, αδημοσίευτα ως τα τώρα, είναι ο Λυτρωμός, που το τελείωσε στα Βραστά της Χαλκιδικής στις 12 του Νοέμβρη 1931, με εβδομήντα οχτώ χειρόγραφες σελίδες, και το Με τι αγοράζεται η αγάπη ή Πόλεμος καρδιών, που το τελειώνει το Μάρτη του 1932.
Στη σελίδα 72 του Λυτρωμού, γράφει ένα τραγούδι του:
Μούπες να στο φυλάξω στο συρτάρι μου
για σένα αυτό το κόκκινο βιβλίο,
μα 'γώ αντί για ένα στο συρτάρι μου
σούχω βιβλία φυλαγμένα δύο.
Στόνα θένάβρεις άνοστα στορίματα
και στο άλλο. Άχ δε θέλω να στο πώ! -
με κόκκινο μελάνη σαν κεντήματα
τη λέξη θα διαβάσεις «σ’ αγαπώ».
Θύμωσ’ αν θέλεις ύστερα και μάλωσε
και βρίσε με και σκίστο απ' άκρη σ' άκρη,
μ’ αυτό θα ξαναζήσει αν θέλεις –πέμουτο...
αν θέλεις να του στάξεις ένα δάκρυ.
Είμαι φτωχός, φτωχή καρδιά, φτωχό μυαλό
τι θέλεις να σου πώ;
Τα χείλη της καρδιάς μια λέξη
ξέρανε τη λέξη «σ’ αγαπώ».
«Αδερφέ μου», μου 'πε. «Πάρ' τα τούτα τα έρημα, να τα φυλάξεις».
Μαζί με τούτα τα χειρόγραφα, μου χάρισε κι ένα του τραγούδι αυτής της εποχής, που 'χε για τίτλο «Προσμένοντας τα μαύρα γερατειά» και που το υπόγραφε με τ' όνομα Δ. Βαλασιάδης.» σελίδα 46-53
Εκδόσεις πηγη, 2022
Όλες οι αντιδράσεις:
687687
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αγαπητοί αναγνώστες,
Εκτιμούμε ιδιαίτερα τις απόψεις και τις σκέψεις σας. Σας ενθαρρύνουμε να συμμετέχετε ενεργά στις συζητήσεις, με σχόλια που προάγουν την καλοπροαίρετη ανταλλαγή απόψεων.
Για τη διασφάλιση ενός πολιτισμένου και φιλικού περιβάλλοντος, παρακαλούμε να αποφύγετε σχόλια που περιέχουν:
Υβριστικό ή ρατσιστικό περιεχόμενο.
Προσωπικές επιθέσεις ή μειωτικούς χαρακτηρισμούς.
Περιεχόμενο που παραβιάζει τη δεοντολογία ή τους κανόνες ευγένειας.
Η συντακτική ομάδα διατηρεί το δικαίωμα να διαγράφει σχόλια που δεν συμμορφώνονται με τους παραπάνω κανόνες, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση.
Ευχαριστούμε για την κατανόηση και τη συνεργασία σας!
Aridaia-gegonota.blogspot.com